παλινδρομίη

παλινδρομίη
παλινδρομία
running back
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παλινδρομία — η (Α παλινδρομία, ιων. τ. παλινδρομίη) [παλίνδρομος] νεοελλ. η παλινδρόμηση αρχ. 1. το να τρέχει κάτι προς τα πίσω, η υποστροφή 2. (για απόστημα ή εξάνθημα) το να υποχωρεί κάτι χωρίς να ωριμάσει 3. στον πληθ. αἱ παλινδρομίαι υποτροπές νόσων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”